- κωπηλατικός
- κωπ-ηλᾰτικός, ή, όν,A of rowers,
ἐπίφθεγμα Hsch.
s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίφθεγμα Hsch.
s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωπηλατικός — ή, ό (Α κωπηλατικός, ή, όν) [κωπηλάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία («κωπηλατικοί αγώνες») … Dictionary of Greek
κωπηλατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κωπηλασία ή στον κωπηλάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωπηλατικόν — κωπηλατικός of rowers masc acc sg κωπηλατικός of rowers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλατικαῖς — κωπηλατικός of rowers fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… … Dictionary of Greek